- στρατοπεδεύεσθαι
- στρατοπεδεύωencamppres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλησίον — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατίον επίρρ. 1. κοντά σε μικρή απόσταση (α. «συνεχώς βρίσκεται πλησίον του» β. «τούτους δὲ στρατοπεδεύεσθαι πλησίον ἐκείνων», η ρόδ.) 2. (το αρσ. με άρθρ. ως ουσ.) ὁ πλησίον εκκλ. κάθε άνθρωπος σε σχέση με τον άλλο, συνάνθρωπος… … Dictionary of Greek